- φετιάλιοι
- φετιάλιοι, οἱ, = Lat.A Fetiales, D.H.2.72; written [full] φιτιαλεῖς in Plu. Num.12; [full] φητιαλεῖς Id.Cam.18: sg. [full] φητιάλιος D.C.50.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Φετιάλιοι — και Φιτιάλιοι και Φιτιαλεῑς και Φητιαλεῑς, οἱ, και τ. εν. Φητιάλιος, ὁ, Α (στη Ρώμη) σώμα 20 ιερατικών αξιωματούχων που ήταν επιφορτισμένοι με τη διαχείριση διαφόρων θεμάτων διεθνών σχέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Fetiales «ειρηνοποιοί, αυτοί που… … Dictionary of Greek
φετιαλίων — φετιάλιοι Fetiales masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φητιάλιος — ὁ, Α βλ. Φετιάλιοι … Dictionary of Greek
Φητιαλείς — οἱ, Α βλ. Φετιάλιοι … Dictionary of Greek
Φιτιαλείς — οἱ, Α βλ. Φετιάλιοι … Dictionary of Greek